- ψυχροδόχος
- -ον, Αφρ. «ψυχροδόχος οἶκος» — δωμάτιο ειδικό για ψυχρολουσίες (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχροδόχον — ψυχροδόχος receiving what is cold masc/fem acc sg ψυχροδόχος receiving what is cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροδόχῳ — ψυχροδόχος receiving what is cold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)